- λοβελίδες
- (lobeliaceae). Οικογένεια δικοτυλήδονων φυτών, της τάξης των καμπανουλιδών. Η οικογένεια αυτή περιλαμβάνει μονοετή ή πολυετή φυτά, με χαρακτηριστικά άνθη που μοιάζουν με μικρές πεταλούδες και τα οποία μπορεί να είναι μονήρη ή ενωμένα σε επάκριες ταξιανθίες που σχηματίζουν βότρυ, στάχυ ή φόβη· η στεφάνη τους είναι χωρισμένη σε δύο χείλη, με το άνω χείλος χωρισμένο σε δύο μικρούς, μυτερούς λοβούς και το κάτω σε τρεις μεγαλύτερους. Οι στήμονες είναι συμφυείς και σχηματίζουν σωλήνα, μέσα από τον οποίο περνά ο τριχωτός στύλος. Τα φύλλα τους είναι κατ’ εναλλαγή, λογχοειδή ή γραμμοειδή, οδοντωτά ή πριονωτά, βραχύμισχα ή άμισχα και ο καρπός τους κάψα ή ράγα. Διάφορα ποώδη είδη από τους λ. καλλιεργούνται στους κήπους ως καλλωπιστικά (ανθισμένες μπορντούρες, παρτέρια, πετρόκηποι).
Xαρακτηριστικό γένος των λ. είναι η Lobelia, η οποία περιλαμβάνει περισσότερα από 300 είδη που φυτρώνουν σε διάφορες περιοχές και των δύο ημισφαιρίων. Από τα πιο διαδεδομένα είδη είναι η Lobelia erinus, που κατάγεται από τη νότια Αφρική και καλλιεργείται και στην Ελλάδα. Πρόκειται για μικρό φυτό, με λεπτούς βλαστούς και άνθη με γαλάζια στεφάνη, ποικιλμένη με λευκό στο κέντρο. Άλλα χαρακτηριστικά είδη είναι: η Lobelia cardinalis, ιθαγενής της Βόρειας Αμερικής με έντονα κόκκινα άνθη· η Lobelia inflata, επίσης της Βόρειας Αμερικής, η οποία χρησιμοποιείται στη φαρμακευτική, επειδή περιέχει την ουσία λοβελίνη, που θεωρείται ότι θεραπεύει το άσθμα και τη βρογχίτιδα· τέλος, η Lobelia gaudichaudii, που καλλιεργείται ως καλλωπιστικό.
Οι λ. ονομάστηκαν έτσι προς τιμήν του βοτανολόγου Μ. Λομπέλιο (1538-1616).
Η λοβελία η έρινη, που κατάγεται από τη νότια Αφρική και καλλιεργείται ως καλλωπιστικό.
Dictionary of Greek. 2013.